- ἀνδρειών
- ἀνδρει-ών, ῶνος, ὁ, poet. for ἀνδρεών, ἀνδρών, AP9.322 (Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνδρείων — ἀνδρεί̱ων , ἀνδρεῖα of neut gen pl ἀνδρεῖος of fem gen pl ἀνδρεῖος of masc/neut gen pl ἀ̱νδρείων , ἀνδρειόω fill with courage imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱νδρείων , ἀνδρειόω fill with courage imperf ind act 1st sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρειῶνα — ἀνδρειών masc acc sg ἀνδρών men s apartment masc acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PUELLATORIAE Tibiae — apud Solin. c. 5. Thermitanis locis Insula est arundinum ferax, quae accommodatismae sunt in omnem sonum tibiarum: seu praecentorias facias seu vascas seu puellatorias, quibus a sone clariore vocamen datur: sive gingrinas etc. inSchedis Palatinis … Hofmann J. Lexicon universale
Μοζάραβες — (αραβ. μουστά’ριμπα = εξαραβισμένοι). Όρος με τον οποίο συνηθίζεται να χαρακτηρίζονται οι χριστιανοί υπήκοοι των Αράβων της Ιβηρικής χερσονήσου. Πριν από τη μουσουλμανική εισβολή (8ος αι.), ο κελτο ιβηρικός πληθυσμός είχε διατελέσει υπό την… … Dictionary of Greek
όζος — (I) ο (Α ὄζος και αιολ. τ. ὔσδος) 1. το σημείο τού στελέχους τού φυτού από όπου εκφύεται το φύλλο ή το κλαδί, αλλ. κόμβος, γόνατο 2. κλαδί, κλωνάρι, βλαστός 3. άγονος οφθαλμός ή κόμβος, οφθαλμός φυτού ο οποίος δεν βλάστησε («τυφλοὶ ὄζοι», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek